- μάλαγμα
- τό1) см, μάλαξη 1; 2) перен. смягчение, успокаивание; 3) мор. кранец
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μάλαγμα — emollient neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάλαγμα — το (AM μάλαγμα) [μαλάσσω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μαλάζω, η μάλαξη, το μαλάκωμα νεοελλ. πλέγμα από σχοινιά που κρέμεται στα πλάγια μέρη τού πλοίου για να εμποδίζει τις ζημιές που μπορούν να προκληθούν από πρόσκρουση σε άλλα πλοία ή στις… … Dictionary of Greek
μάλαγμ' — μάλαγμα , μάλαγμα emollient neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλαγμάτων — μάλαγμα emollient neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλάγμασι — μάλαγμα emollient neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλάγμασιν — μάλαγμα emollient neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλάγματα — μάλαγμα emollient neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλάγματι — μάλαγμα emollient neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλάγματος — μάλαγμα emollient neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμάλγαμα — Κράμα υδραργύρου με ένα ή περισσότερα μέταλλα (π.χ. κασσίτερο, ψευδάργυρο, χρυσό, χαλκό). Μπορεί να είναι είτε υγρό είτε παχύρρευστη μάζα είτε στερεό, σε κανονική θερμοκρασία, ανάλογα με την εκατοστιαία περιεκτικότητά του σε υδραργύρο. Το α.… … Dictionary of Greek
μαλαγματώδης — μαλαγματώδης, ῶδες (Α) [μάλαγμα] αυτός που μοιάζει με μάλαγμα, με κατάπλασμα … Dictionary of Greek